- παρασχοῖμεν
- παρά-σχάωslit open so as to let something escapepres opt act 1st pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράσχοιμεν — παρέχω hand over aor opt act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέρησις — ήσεως, ἡ, Α [προτερῶ] η υπεροχή κατά τόπο ή χρόνο («εἰ δὲ οἰκτιζόμενοι..., πλείονα τῇ μελήσει τήν προτέρησιν αὐτοῑς παράσχοιμεν», Ηλιόδ.) … Dictionary of Greek